δυσβουλία

δυσβουλία
η (AM δυσβουλία)
νεοελλ.
νοσηρή διαταραχή τής βουλήσεως
αρχ.-μσν.
κακή σκέψη, αφροσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσβουλία — δυσβουλίᾱ , δυσβουλία ill counsel fem nom/voc/acc dual δυσβουλίᾱ , δυσβουλία ill counsel fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβουλίᾳ — δυσβουλίαι , δυσβουλία ill counsel fem nom/voc pl δυσβουλίᾱͅ , δυσβουλία ill counsel fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβουλίας — δυσβουλίᾱς , δυσβουλία ill counsel fem acc pl δυσβουλίᾱς , δυσβουλία ill counsel fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβουλίαι — δυσβουλία ill counsel fem nom/voc pl δυσβουλίᾱͅ , δυσβουλία ill counsel fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβουλίαν — δυσβουλίᾱν , δυσβουλία ill counsel fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβουλίαις — δυσβουλία ill counsel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβουλία — Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως …   Dictionary of Greek

  • ՉԱՐԱԽՈՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0565 Chronological Sequence: Unknown date, 14c գ. κακοφροσύνη, κακοβουλία, δυσβουλία, ἁβουλία mala mens, insana opinio, temeritas. Չար եւ անօրէն խորհուրդ. անտեղի մտածութիւն. յանդգնութիւն. անմտութիւն. *Եթէ ըստ ոմանց չարախոհութեանն ի բաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”